βλαστικότητα

βλαστικότητα
[-ης (-ητος)] η способность к прорастанию, всхожесть

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βλαστικότητα" в других словарях:

  • βλαστικότητα — η η φυσική τάση και ικανότητα του σπόρου ή του φυτού να βλασταίνει πολύ: Οι περισσότεροι άγριοι θάμνοι έχουν μεγάλη βλαστικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλαστικότητα — η η βλαστητικότητα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»